μελάγχρωμα

μελάγχρωμα
το
η μέλαινα χρωστική τού δέρματος, που οφείλεται σε αύξηση ή διαταραχή κατάθεσης τής μελανίνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”